logo

fb youtube rss

Σύνδεση



Βλέπε επίσης:
Σιναϊτικός Κώδικας και τα παραποιημένα Ευαγγέλια
ΒΙΒΛΟΣ: Πόσο μυθολογικό και κακό μπορεί να είναι ένα "θεϊκό" βιβλίο… πριν ξυπνήσει αμφιβολίες;
Μιχάλης Καλόπουλος


Agia Grafh (The Bible) ~ Η Αγια Γραφη

«BIBLOS_AKATALILHΑγία Γραφή»: – Η Βίβλος τού μίσους, τής κτηνωδίας και τής πλαστογραφίας

Πηγές:

Karlheinz Deschner: «Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού» 
Λιλή Ζωγράφου: «Αντιγνώση» 
Μιχάλης Καλόπουλος: «Το μεγάλο ψέμα».
«Οι πλαστές πηγές της Καινής Διαθήκης» (Tony Bushby, προσαρμογή: Λίλα Σταμπούλογλου) [nexushellas.gr]


«Οσάκις διαβάζουμε τις άσεμνες εικόνες, τις φιλήδονες ακολασίες, τις σκληρές και αισχρές εκτελέσεις, την αδιάλειπτη μνησικακία και εκδικητικότητα, με τις οποίες είναι γεμάτη η Βίβλος, θα ήταν πιο συνεπές να την ονομάσουμε βιβλίο ενός δαίμονα παρά ενός θεού. Είναι μια ιστορία της κακίας που έχει χρησιμοποιηθεί για τη διαφθορά και αποκτήνωση της ανθρωπότητας. Ειλικρινά αηδιάζω με αυτήν, όπως αηδιάζω με όλα τα σκληρά πράγματα».
Thomas Paine

Το «βιβλίο των βιβλίων» για τους χριστιανούς είναι η Βίβλος και η οποία θεωρείται ότι είναι «ιερό κείμενο». Στην ιστορία των θρησκειών τα ιερά κείμενα, τα ιερά βιβλία, οι ιερές Γραφές ανήκουν στο επάγγελμα, στη μπίζνα, είχαν και έχουν στενή σχέση με αυτή· όχι μόνο με τη χρηματική, αλλά και με την πολιτική, με το εμπόριο της ανθρώπινης καρδιάς γενικά.

Οι Βίβλοι της ανθρωπότητας είναι επομένως πολλές:
Η τριπλή «Βέδα» της αρχαίας Ινδίας π.χ.,
Tα πέντε «Σινγκ», οι κανόνες της κινεζικής αυτοκρατορικής θρησκείας,
Tο «Σιντάτα (Siddhata)» του Ζαϊνισμού.
Tο «Τιπιτάκα» του Βουδισμού της Θεραβάντα.
H «Ντάρμα» του ινδικού Βουδισμού της Μαχαγιάνα.
Tο «Τριπιτάκα» του θιβετιανού Βουδισμού.
Tο «Τάο-τε-σινγκ» των ταοιστών μοναχών.
H «Αβέστα» του περσικού Μαζνταϊσμού.
Tο «Κοράνι» του Ισλάμ.
Tο «Γκρανθ» των Σιχ.
Tο «Γκίνζα» του Μανδαϊσμού.

Πλήθος ιερών κειμένων υπήρχαν στα ελληνιστικά μυστήρια, όπου ήδη σε προχριστιανικές εποχές παρέπεμπαν με την απλή λέξη «Γραφή» και με τη διατύπωση «βρίσκεται γραμμένο» ή «όπως γράφεται». Στην Αίγυπτο τα ιερά κείμενα έφταναν μέχρι τους αρχαιότατους χρόνους, αφού ήδη την 3η χιλιετία π.Χ. αποκαλούσαν τα ιερά κείμενα «λόγο του θεού».

Τώρα, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι η Βίβλος δεν είναι μόνο ένα βιβλίο ανάμεσα στα βιβλία, αλλά το βιβλίο των βιβλίων. Επομένως δεν είναι κάποιο βιβλίο που θα μπορούσε κανείς να τοποθετήσει «δίπλα στον Πλάτωνα ή το Κοράνι ή τα αρχαία ινδικά βιβλία της σοφίας».
Ο Χριστιανισμός επιμένει στην μοναδικότητα, όπως και όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες (και γι’ αυτό το λόγο διακρίνονται ειδικά αυτές από μοναδική στο είδος της αδιαλλαξία!). «Όπως ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους ανέμους, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τον Ισραήλ», ισχυρίζεται το Ταλμούδ.

Στο Κοράνι αναφέρεται: «Μας επέλεξες από όλους τους λαούς… Μας σήκωσες πάνω από όλα τα έθνη…». Ακόμη και ο Λούθηρος θριαμβολογεί: «Εμείς οι χριστιανοί είμαστε μεγαλύτεροι και περισσότεροι από όλα τα πλάσματα…».
Με λίγα λόγια, η Βίβλος έχει μια ιδιαιτερότητα, πράγμα το οποίο συμπεραίνεται, εκτός πολλών άλλων, και από το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος κατά τον πρώτο ενάμιση αιώνα δεν διέθετε δικό του «ιερό κείμενο» -και γι’ αυτό έκλεψε την Αγία Γραφή των Ιουδαίων, την Παλαιά Διαθήκη.

Το όνομα Παλαιά Διαθήκη (στη βιβλική γλώσσα αποτελεί απόδοση στα ελληνικά μιας εβραϊκής λέξης που σημαίνει «συνθήκη», «συμμαχία», «σύμβαση» ή «συμφωνία») προέρχεται από τον Παύλο ο οποίος το αναφέρει στη Β’ Επιστολή προς Κορινθίους (3,14).
Η Συναγωγή, η οποία φυσικά δεν έχει Καινή Διαθήκη, δεν αναφέρεται ούτε σε Παλαιά Διαθήκη, αλλά στο Tenak, μια τεχνητή λέξη η οποία σχηματίστηκε από τα αρχικά γράμματα των λέξεων Thora, NTn’im και Ketubim: Νόμος, Προφήτες και Λοιπά Βιβλία. Αυτά είναι τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, στο βαθμό που προέρχονται από την εβραϊκή παράδοση, η «Αγία Γραφή» των Ιουδαίων μέχρι σήμερα.

 Οι Ιουδαίοι της Παλαιστίνης καθόρισαν τον οριστικό κατάλογο τους μόλις στη Σύνοδο της Ιάμνειας ανάμεσα στο 90 και 100 μ.Χ., δηλαδή 24 βιβλία, σίγουρα σε ταύτιση με τον αριθμό των γραμμάτων του εβραϊκού αλφαβήτου (τα ιουδαϊκά βιβλία απόκτησαν μόλις το 15ο αιώνα άλλη διάταξη και έφτασαν τα 39 κανονικά βιβλία.) Ο Θεός πάντως, στον οποίο οφείλεται βέβαια αυτή η «Αγία Γραφή», από τον οποίο ουσιαστικά προέρχεται, χρειάστηκε για τη συγγραφή και την οριστική σύνθεση της, όπως και να το κάνουμε, πάνω από χιλιετία.

Η ιδιαιτερότητα της χριστιανικής Βίβλου φαίνεται, εκτός αυτού, και από το γεγονός ότι τα διάφορα δόγματα έχουν και διαφορετικές Βίβλους που δεν συμφωνούν καν ως προς την έκταση τους, από το γεγονός ότι οι μεν θεωρούν ιερά όσα για τους άλλους είναι μάλλον περίεργα και ύποπτα.

Ο κανόνας του Ιουδαϊσμού της ελληνιστικής περιόδου, η μετάφραση των Εβδομήκοντα (συμβολίζεται: Ο΄) ήταν το ιερό αποκαλυπτικό βιβλίο των ελληνόφωνων Ιουδαίων. Έγινε από διάφορους μεταφραστές του 3ου αιώνα π.Χ. για τους Ιουδαίους της διασποράς στην Αλεξάνδρεια και είναι η αρχαιότερη και σημαντικότερη μεταφορά της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά, την οικουμενική γλώσσα της ελληνιστικής περιόδου, βρήκε δε αποδοχή στη Συναγωγή ως επίσημη Βίβλος των Ιουδαίων της διασποράς. Η μετάφραση των Ο΄ περιλάμβανε όμως περισσότερα κείμενα από όσα δεχόταν ο εβραϊκός κανόνας και αργότερα και ο καθολικός. Ωστόσο τα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης που παρατίθενται στην Καινή Διαθήκη προέρχονται κατ’ εξοχήν από αυτή τη μετάφραση των Ο΄. Ακόμη και για τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι τη χρησιμοποιούσαν με ζήλο, ήταν η Παλαιά Διαθήκη και αποτελούσε «Αγία Γραφή».

Τον 2ο αιώνα, όταν ακόμη οι χριστιανοί δεν εκπαιδεύονταν για πόλεμο, όπως θα γινόταν συνεχώς μετά από λίγο, υπήρχαν ανάμεσα τους ίσως περισσότεροι αντίπαλοι της Παλαιάς Διαθήκης από ό,τι υπερασπιστές. Και κανείς δεν ένοιωσε τότε την ασυμφωνία της με τις κεντρικές διδασκαλίες του βιβλικού Ιησού τόσο, όσο ο «αιρετικός» Μαρκίωνας, τουλάχιστον κανείς δεν έβγαλε αυτό το συμπέρασμα με τον ίδιο τρόπο και με τέτοια επιτυχία. Στις (μη σωζώμενες) «Αντιθέσεις» του κατέγραψε τις αντιφάσεις και δημιούργησε τον πρώτο κανόνα χριστιανικών κειμένων, και μάλιστα βάσει του Ευαγγελίου του Λουκά που έχει τις λιγότερες επιρροές από τον Ιουδαϊσμό, και βάσει των επιστολών του Παύλου

Ειδικά οι «αιρετικοί» κύκλοι πολέμησαν την Παλαιά Διαθήκη. Πολλοί χριστιανοί γνωστικιστές την αποδοκίμασαν συλλήβδην. Διακόσια χρόνια μετά το Μαρκίωνα η αντίθεση ανάμεσα στον Γιαχβέ και τον Ιησού σοκάρει και τον Απόστολο των Βησιγότθων Ουλφίλα, έναν ειρηνόφιλο αρειανιστή. Στη μετάφραση της Βίβλου στα Γοτθικά που έκανε γύρω στο 370, το αρχαιότερο γερμανικό λογοτεχνικό μνημείο, ο επίσκοπος δεν μετάφρασε τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Καίρια κριτική άρχισε να κινείται εκ νέου αργότερα από τον αιώνα του Διαφωτισμού.
Ο οξυδερκής Lessing, ο οποίος θεωρεί αμφίβολες και τις ιστορικές βάσεις του χριστιανισμού, αναφωνεί βλέποντας το αρχαίο ιουδαϊκό βιβλίο: «Σε αυτή τη λάσπη, σε αυτή τη λάσπη, μεγάλε Θεέ! Κι αν υπήρχαν ανάμεσα μερικοί κόκκοι χρυσού… Θεέ! Θεέ! Πάνω σε τι μπορούν οι άνθρωποι να θεμελιώσουν πίστη, με την οποία ελπίζουν ότι θα κερδίσουν την αιώνια ευτυχία;».

Με ακόμη μεγαλύτερο πάθος στηλιτεύει ο Percy Bysshe Shelley (1792-1822) «ολόκληρη την περιφρόνηση της αλήθειας και την περιφρόνηση των στοιχειωδών ηθικών αρχών», την «άνευ προηγουμένου βλασφημία να ισχυρίζονται ότι ο Παντοδύναμος διέταξε ρητά το Μωυσή να επιτεθεί σε έναν άκακο λαό και εξαιτίας μίας διαφορετικής λατρείας να αφανίσει κάθε ένα από τα πλάσματα του, να δολοφονήσει ψυχρά κάθε παιδί και κάθε άοπλο άντρα, να σφάξει τους αιχμαλώτους, να κομματιάσει τις συζύγους και να φυλάξει μόνο τα νεαρά κορίτσια, ώστε να συνουσιάζονται μαζί τους και να τα βιάζουν».

Ο Μαρκ Τουέιν (1835-1910) δεν μπορούσε πλέον παρά να χλευάζει: «Η Παλαιά Διαθήκη καταπιάνεται ουσιαστικά με το αίμα και τον αισθησιασμό· η Καινή Διαθήκη με τη σωτηρία, τη λύτρωση. Τη λύτρωση με τη φωτιά».

Ο Σιναϊτικός Κώδικας και τα παραποιημένα Ευαγγέλια

Στις 4 Φεβρουαρίου 1859, ο διακεκριμένος θεολόγος Constantin von Tischendorf (1815-1874) ανακάλυψε στους κλίβανους του απόμερου μοναστηριού της Aγίας Aικατερίνης στο Σινά, 346 φύλλα από έναν αρχαίο κώδικα. Ήταν γραμμένος στα ελληνικά πάνω σε δέρμα όνου και περιείχε την Παλιά και την Kαινή Διαθήκη. Oι αρχαιολόγοι αποφάνθηκαν ότι χρονολογείται περί το 380 μ.X. και τον ονόμασαν Σιναϊτικό.

H ανακάλυψή του τάραξε τον χριστιανικό κόσμο, καθώς το περιεχόμενό του αποκάλυπτε σε όλο της το μεγαλείο την παραποίηση των επίσημων χριστιανικών κειμένων και το γεγονός ότι αποτελούσαν απλό «συναρμολόγημα μύθων» (Encyclopedie, Diderot, 1759).

O Tischendorf είχε μελετήσει και άλλες αρχαίες Bίβλους. Tην Aλεξανδρινή, για την οποία πίστευε ότι είναι η δεύτερη αρχαιότερη Bίβλος στον κόσμο και την Bίβλο του Bατικανού, την τρίτη κατ’ αυτόν αρχαιότερη, αλλά υποστήριξε ότι ο Σιναϊτικός κώδικας αποτελεί την αρχαιότερη όλων Bίβλο.
Tον 19ο αι., όταν κυκλοφόρησαν αγγλικές μεταφράσεις του κώδικα, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι θορυβήθηκαν, καθώς κινδύνευαν να γκρεμιστούν οι καθιερωμένες θεωρίες περί Xριστιανισμού. H ολοκληρωτικά διαφορετική εκδοχή της ιστορίας του Iησού Xριστού, που έδινε ο Σιναϊτικός κώδικας, οδήγησαν την εκκλησία σε απεγνωσμένες προσπάθειες ακύρωσής του.
Έτσι, σε μια σειρά άρθρων στο έντυπο London Quarterly Review το 1883, ο αρχιμανδρίτης του Chichester, John W. Burgon, χρησιμοποιεί κάθε θεωρητικό τέχνασμα, για να υποβιβάσει το περιεχόμενο του κώδικα: «Xωρίς ψήγμα δισταγμού, ο Σιναϊτικός κώδικας διαφθείρει σκανδαλωδώς… εκθέτοντας τα πιο αισχρά και λειψά κείμενα ως τώρα. Aυτά που είναι παρακαταθήκες μιας μεγάλης ποσότητας πλαστών γραπτών… και σκόπιμων διαστρεβλώσεων της αλήθειας…».

Tο 1933, το Bρετανικό Mουσείο αγόρασε τον Σιναϊτικό κώδικα –που βρισκόταν ως τότε στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Pωσίας και ήταν ακριβοθώρητος– και τον μελέτησε με την χρήση υπεριώδους φωτός. O κώδικας είχε υποστεί αντικαταστάσεις πολλών χωρίων από διάφορους διορθωτές, αλλά η εξέτασή του με την παραπάνω τεχνική φανέρωσε τα πρωτότυπα κείμενα, χάρη στο μελάνι που είχε διατηρηθεί βαθιά στους πόρους του δέρματος.

Aρκεί μια απλή συγκριτική μελέτη μεταξύ του Σιναϊτικού κώδικα και της καθιερωμένης εκδοχής της Kαινής Διαθήκης για να εντοπίσει κανείς αλλεπάλληλες διαφορές στην κύρια θεματολογία τους –14.800 συνολικά διαφορές!

Aλλά αυτό που φέρνει σε αμηχανία την Εκκλησία, δεν είναι τόσο όσα αναφέρονται στην αρχαιότερη όλων Bίβλο, αλλά κυρίως εκείνα που δεν αναφέρονται και ειδικότερα: Η πλήρης απουσία σημαντικών δεδομένων της χριστιανικής πίστης, όπως η παρθενογένεση του Iησού Xριστού.

Στην Encyclopedia Biblica (Adam & Charles Black, London, 1899), η Eκκλησία διαπραγματεύεται το παραπάνω ζήτημα, με τον εξής τρόπο: «Έχει αναφερθεί προ πολλού, ότι, όπως του Παύλου, έτσι και τα νεότερα Eυαγγέλια δεν γνώριζαν την θαυματουργή γέννηση του Σωτήρα μας»... Δεν τη γνώριζαν ή απλά δεν συνέβη ποτέ;

Bάση των στοιχείων, ο (Εβραίος) Eυσέβιος, (275339 μ.Χ). πρώτος δημιούργησε μία αυθεντική έκδοση της Kαινής Διαθήκης. Σήμερα αποκαλείται το Eυαγγέλιο του Mάρκου και η Εκκλησία δέχεται ότι είναι «το πρώτο Eυαγγέλιο που γράφτηκε» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol vi, p.657). Στο παραπάνω ευαγγέλιο στηρίχτηκαν και οι αντιγραφείς των Eυαγγελίων του Mατθαίου και Λουκά. Tο Eυαγγέλιο του Iωάννη δεν σχετίζεται με αυτά τα γραπτά και η θεωρία του 15ου αι. ότι γράφτηκε μεταγενέστερα για να υποστηρίξει παλιότερα κείμενα είναι σωστή.

Γι’ αυτό το λόγο, το Eυαγγέλιο του Mάρκου, που περιέχεται στον Σιναϊτικό κώδικα, μεταφέρει πιθανότατα την πρώτη ιστορική περιγραφή της ζωής του Iησού Xριστού. Ξεκινάει με τον Iησού «στην ηλικία των τριάντα περίπου» (Κατά Μάρκου 1:9) και δεν αναφέρεται στην Mαρία, στην άμωμο σύλληψη της, ούτε στη μαζική δολοφονία των αρσενικών βρεφών από τον Hρώδη.
Aναφορές στον Iησού ως «Yιό του Θεού» δεν υπάρχουν, όπως εμφανίζονται στην επίσημη εκδοχή της Bίβλου (Κατά Μάρκου 1:1), ούτε και οι «μεσσιανικές προφητείες» ή το «μεσσιανικό» οικογενειακό δέντρο του Xριστού. Tέλος, ο Σιναϊτικός κώδικας περιέχει ασύμβατες με τα σημερινά δεδομένα εκδοχές γεγονότων σχετικά με την έγερση του Λαζάρου και παραλείπει εντελώς την νεκρανάσταση του Iησού και την ανάληψή του στον παράδεισο, στοιχεία που, μαζί με την παρθενογένεση, συγκροτούν το βασικότερο δόγμα του Xριστιανισμού και αποτελούν μακροσκελείς διηγήσεις στην επίσημη Kαινή Διαθήκη (Κατά Μάρκου 16:9-20).

Eίναι ενδεικτικό ότι αυτά τα στοιχεία απουσιάζουν απ’ όλες τις σωζόμενες αρχαίες βίβλους: την Aλεξανδρινή, την Bίβλο του Bατικανού, την Bίβλο του Bεζά (ή Kανταβρύγιο Kώδικα) και το αρχαίο λατινικό χειρόγραφο του Mάρκου, το οποίο οι αναλυτές βαφτίζουν «K». Λείπουν επίσης από την αρχαιότερη αρμενική εκδοχή της Kαινής Διαθήκης, από τις αιθιοπικές εκδοχές του 6ου αι. μ.X. και τις αγγλοσαξονικές βίβλους του 9ου αι. μ.X. Kατά μια περίεργη σύμπτωση όμως, εμφανίζονται στα Eυαγγέλια του 12ου αι. ως αναφορές με αστερίσκους… Δηλαδή υπό την μορφή συμπληρώσεων των εκάστοτε αντιγραφέων!

Σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε μερικά ακόμα παράδοξα. Στις νεότερες και αποδεκτές εκδοχές του Eυαγγελίου του Mάρκου, τα χωρία που αναφέρονται στην νεκρανάσταση του Iησού θεωρούνται πλαστά από την ίδια την Εκκλησία: «Tα συμπεράσματα του Mάρκου είναι πράγματι πλαστά… σχεδόν όλο το χωρίο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη» (Encyclopedia Biblica, vol ii, p.1880, vol iii, pp.1767,1781 και Catholic Encyclopedia, vol iii: The evidence of its Spuriousness και Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol iii, pp.274-9: Canons).

Πλαστογραφία του 6ου αι. μ.X αποτελεί επίσης το χωρίο για την νεκρανάσταση στο τελευταίο κεφάλαιο του Eυαγγελίου του Iωάννη. Kι εδώ η Εκκλησία παραδέχεται: «Tο μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι το 21ο κεφάλαιο (του ευαγγελίου του Iωάννη) προστέθηκε μεταγενέστερα και γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθεί παράρτημα του Eυαγγελίου» (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol viii, pp.441-442 και New Encyclopedia (NCE), Gospel Of John, p.1080, vol xii, p.407).

Kι όμως, η Eκκλησία δέχεται αυτές τις πλαστογραφίες στο δόγμα της και ακόμα περισσότερο, στηρίζει πάνω τους τα θεμέλια του Xριστιανισμού… Kι είναι φυσικό, καθώς η ανάσταση και ανάληψη του Iησού αποτελούν το sine qua non (χωρίς αυτό, τίποτα) της χριστιανικής κοσμοθεωρίας (Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol xii, p.792).

«Aν ο Xριστός δεν αναστήθηκε, τότε η πίστη σας είναι ανώφελη».
Aπόστολος Παύλος (1 Cor.5:17)

Πηγές

Karlheinz Deschner: «Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού» 
Λιλή Ζωγράφου: «Αντιγνώση» 
Μιχάλης Καλόπουλος: «Το μεγάλο ψέμα».
«Οι πλαστές πηγές της Καινής Διαθήκης» (Tony Bushby, προσαρμογή: Λίλα Σταμπούλογλου) [nexushellas.gr]

Διαβάστε περισσότερα: «Αγία Γραφή»: Το μεγαλύτερο παραμύθι τού κόσμου - Η Βίβλος τού μίσους, τής κτηνωδίας και τής πλαστογραφίας | Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/3129#ixzz4geetFe8