logo

fb youtube rss

Σύνδεση

ΠΩΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ ΟΙ ΙΑΠΩΝΕΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟ
Το έτος 1551, προσηλυτίστηκαν οι πρώτοι Ιάπωνες από τον Ιησουΐτη κληρικό Φραγκίσκο Ξαβέριος (1506-1552) με το κινέζικο όνομα Φανγκ Χιγκέ, που εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη για άσυλο ενός καταζητούμενου για φόνο, του Γιαχίρο. Με πυρήνα την οικογένεια και το υπηρετικό προσωπικό του τελευταίου, δημιουργήθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Καγκοσίμα της Ιαπωνίας. Το 1552 προσπάθησε ο Ξαβέριος να εισέλθει κρυφά στην Κίνα, όπου απαγορευόταν ο προσηλυτισμός σε άλλες θρησκείες, αλλά πέθανε, μάλλον από τις κακουχίες της εποχής και της περιοχής.
Στα έτη 1558-1570 και παρ’ ότι στην Ιαπωνία έχει ήδη νομοθετηθεί η απαγόρευση του χριστιανικού προσηλυτισμού, οι Πορτογάλοι ιεροκήρυκες διείσδυσαν στην χώρα, εκμεταλλευόμενοι την προσπάθεια του πολέμαρχου ηγεμόνα Όντα Νομπουνάγκα, από το 1568 υποστηρικτή του Γιοσιάκι, τελευταίου Σογκούν, δηλαδή αρχιστράτηγου, της γραμμής των Ασικάγκα, να εξουδετερώσει τη μεγάλη επιρροή εκείνης της εποχής των πολεμιστών βουδιστών μοναχών στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Από τα ιεραποστολικά κέντρα τους στο Γιαμαγκούτσι, το Χιράντο και το Μπούνγκο, οι Ιησουΐτες συντόνιζαν μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Βουδισμού Ζεν, κυρίως ανάμεσα στους ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων και γύρω στο 1562, πέτυχαν τη βάπτιση πολλών ευγενών πολεμιστών του Κιότο, πρωτεύουσας του σογκουνάτου Ασικάγκα.
Το έτος 1563, οι Ιησουΐτες βάπτισαν χριστιανό το διοικητή της Ομούρα, Ομούρα Σουμιτάδα, ο οποίος τους παραχώρησε τη διαχείριση του εμπορικού λιμανιού στο Ναγκασάκι και πλήρη ελευθερία προσηλυτιστικής δράσης ανάμεσα στους υπηκόους του, ενώ τον Απρίλιο του 1569 ο Πορτογάλος Ιησουΐτης ιεραπόστολος Λουίς Φρόις (1532-1597) εγκαταστάθηκε κανονικά στο Κιότο. Το έτος 1583 είχαν προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό ένας ναύαρχος, ένας από τους δύο στρατηγούς της ιαπωνικής εκστρατείας κατά της Κορέας, ένας ανιψιός, καθώς και ο προσωπικός ιατρός του κυβερνήτη Τογιοτόμι Χιντεγιόσι. Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι Ιάπωνες ευγενείς, είχαν βαπτισθεί χριστιανοί, ενώ ο τοπικός διοικητής της Αρίμα όχι απλώς ασπάσθηκε τη νέα θρησκεία αλλά και διέταξε επιπλέον την υποχρεωτική βάπτιση όλων των κατοίκων τριών πόλεων της δικαιοδοσίας του, συνολικά 3.000 άτομα.
Εκείνη την εποχή άρχισε όμως μια αντισυσπείρωση Ιαπώνων γύρω από την παραδοσιακή θρησκεία του Σίντο (Shintoism, εκ του shin tao, δηλαδή «ο Τρόπος των Θεών») και τον Βουδισμό Ζεν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1587, κυκλοφόρησαν στην κοινωνία της Ιαπωνίας πληροφορίες για την καταστροφή πολιτισμών που είχαν προκαλέσει οι Ιησουΐτες σε άλλες χώρες. Τον Ιούλιο αυτού του έτους ενημέρωσε ο γιατρός Σεϊγιακόν Χόιν τον κυβερνήτη για τους στόχους και τις δραστηριότητες των ιεραποστόλων χριστιανών σε παλαιότερες και σύγχρονες εποχές. Λέγεται ότι στην αναφορά του απαρίθμησε ο γιατρός καταστροφές σιντοϊστικών και βουδιστικών ναών από χριστιανούς, τον αναγκαστικό προσηλυτισμό των υποτελών λαών στον Χριστιανισμό και τη συμμετοχή των καθολικών κληρικών σε εμπόριο δούλων -περίπου αυτά που έγιναν και κατά την επιβολή του Χριστιανισμού στους λαούς της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης.
Σίγουρα θα είχε ο Χιντεγιόσι υπόψην του και διάφορες υπονομευτικές δραστηριότητες των Ιησουϊτών ιεραποστόλων στην Ιαπωνία, οπότε κάλεσε τον επικεφαλής της χριστιανικής ιεραποστολής, Γκασπάρ Κοέλιο (1531-1590) και του έθεσε τέσσερα συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία έχουν καταγραφεί:
1. Γιατί οι χριστιανοί ιερωμένοι επιζητούν επίμονα τον προσηλυτισμό;
2. Γιατί καταστρέφουν τους εθνικούς ναούς και εκδιώκουν τους ιερείς τους;
3. Γιατί διδάσκουν περί νηστείας αλλά τρώνε κρέας;
4. Γιατί οι Πορτογάλοι «αγοράζουν» Ιάπωνες πολίτες και τους μεταπωλούν σε άλλες χώρες ως σκλάβους;
Οι απαντήσεις του Κοέλιο δεν πρέπει να ήταν επαρκείς, οπότε ο κυβερνήτης εξέδωσε τον Ιούλιο του ίδιου έτους ένα νόμο κατά της «ξένης θρησκείας». Με αυτό το νόμο ανακηρύχθηκε η Ιαπωνία χώρα αγαπητή στους θεούς («γινκόκου»), η οποία δεν ήταν δυνατόν να ανέχεται όσους καθύβριζαν και συκοφαντούσαν την εθνική θρησκεία των Ιαπώνων ως «ειδωλολατρική». Οι ιεραπόστολοι διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός 20 ημερών και ταυτόχρονα απαγορεύθηκε η άφιξη νέων Πορτογάλων εμπόρων, εφόσον συνοδεύονταν από κληρικούς.
Συγκεκριμένα το διάταγμα προέβλεπε, όπως κατέγραψε ο Ιησουΐτης Φρόις, στου οποίου τα ωραιοποιημένα γραπτά προς την ιεραποστολή, στηρίζονται έκτοτε όλοι οι Ιστορικοί: - Η Ιαπωνία είναι χώρα σιντοϊστικών θεοτήτων («κάμι») και κάκιστα έρχονται εδώ χριστιανοί ιεραπόστολοι, - Η καταστροφή σιντοϊστικών και βουδιστικών ναών είναι πράγμα ανήκουστο και οι δράστες αξίζουν κάθε τιμωρία, - Οι ιεραπόστολοι δεν επιτρέπεται να παραμείνουν στο ιαπωνικό έδαφος και πρέπει να αποχωρήσουν μέσα σε 20 ημέρες, - Οι Πορτογάλοι έμποροι μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι τις δοσοληψίες τους.
Είναι αυτονόητο ότι τα αίτια της ρήξης ήταν αμιγώς εθνικά και θρησκευτικά και δεν υπήρχαν εμπορικές υστεροβουλίες, όπως διέδιδαν αργότερα οι Ιησουΐτες και αναφέρεται μέχρι σήμερα σε διάφορα βιβλία. Ο Κοέλιο αντέδρασε με τον τρόπου που συνηθίζουν οι κατακτητές: Ξεσήκωσε τους βαφτισμένους Ιάπωνες εναντίον της εξουσίας, έκανε δηλαδή αυτό εκριβώς που κατηγορούσε τους χριστιανούς ο Χιντεγιόσι και ταυτόχρονα ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους αποικιακούς στρατούς στις Φιλιππίνες, τη Γκόα και το Μακάο. Και οι δύο αυτές ενέργειες δεν οδήγησαν όμως σε στρατιωτική επιβολή του Χριστιανισμού, όπως ήλπιζε ο Κοέλιο. Ωστόσο, ο Ιάπωνας κυβερνήτης δεν επέμενε πολύ στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου, δεχόμενος συνεχείς παρατάσεις ως προς την ημερομηνία που όφειλαν οι ιεραπόστολοι να εγκαταλείψουν τη χώρα, πράγμα που σήμαινε ουσιαστικά ακύρωση του νόμου. Μια εξήγηση γι’ αυτή την ήπια στάση του έχει να κάνει με τον κίνδυνο διχασμού του λαού και τις αναπόφευκτες εκδικητικές διώξεις ενάντια στη χριστιανική μειοψηφία των χριστιανών. Η ήπια στάση του Χιντεγιόσι είχε όμως ως αποτέλεσμα να δεχθεί η Ιαπωνία σύντομα ένα νέο κύμα προσηλυτιστών, αυτή την φορά δομινικανών και φραγκισκανών, οι οποίοι θεώρησαν ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο για τις δραστηριότητές τους. Σημειωτέον ότι στους διαβόητους δομινικανούς μοναχούς είχε ανατεθεί στην Ευρώπη και αλλού η συγκρότηση της «Ιεράς Εξέτασης» και το εγκληματικό «κυνήγι των μαγισσών», που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανύποπτους ανθρώπους.
Για μία περίπου δεκαετία, με ανενεργό τον νόμο του Χιντεγιόσι, οι ιεραπόστολοι έδρασαν στην «γινκόκου» Ιαπωνία ουσιαστικά ελεύθερα. Εκείνη ακριβώς την εποχή άλλωστε οι χριστιανοί αλώνουν και την Κίνα και παράλληλα εντατικοποιούν το αφρικανικό δουλεμπόριο. Ενώ οι Πορτογάλοι καταλύουν με την βία των όπλων το βασίλειο της Χάφνα και αρχίζουν συστηματική καταστροφή των ινδουϊστικών ιερών και μωαμεθανικών τεμενών, καθώς και κατασχέσεις περιουσιών, τις οποίες ακολούθως αποδίδουν στους Φραγκισκανούς μοναχούς. Παράλληλα έγιναν στην Καντόνα της Κίνας σφαγές βουδιστών ιερέων και υποχρεωτικές μαζικές βαπτίσεις του πληθυσμού -ολόκληρα χωριά βαπτίζονταν μέσα σε λίγες ώρες υπό την απειλή των πορτογαλικών όπλων. Ο κληρικός Ματέο Ρίτσι (1552-1610), προσπαθεί να πετύχει εισοδισμό στην κινεζική κοινωνία. Οι Ιησουΐτες συνεργάτες του παρουσιάζονται στους εκεί αξιωματούχους ως εξωτικοί μαθηματικοί και αστρονόμοι και κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους, ο δε Ρίτσι περιφέρεται αρχικά ντυμένος ως βουδιστής μοναχός και, αργότερα, όταν αντιλαμβάνεται ότι οι βουδιστές μοναχοί δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια, ως κομφουκιανός διδάσκαλος. Η πληροφόρηση που απέκτησε σταδιακά ο Χιντεγιόσι για τους στόχους και το παρελθόν του Χριστιανισμού ως θρησκεία και ως εξουσία, σηματοδότησε το τέλος του προσηλυτισμού το έτος 1596. Ο Χιντεγιόσι, που από το 1590 είχε ενώσει υπό την εξουσία του όλη την Ιαπωνία, διέταξε τώρα την αυστηρή εφαρμογή του νόμου από το έτος 1587.
Αφορμή στάθηκε ένα τυχαίο επεισόδιο με το εμπορικό πλοίο «Άγιος Φίλιππος», το οποίο μετέφερε προϊόντα από τις Φιλιππίνες στο Μεξικό. Ένας τυφώνας έρριξε όμως το πλοίο στις ιαπωνικές ακτές και οι Ιάπωνες αμφιταλαντεύονταν μεταξύ κατάσχεσης του πλοίου και προσφοράς βοήθειας στους Ισπανούς ναυτικούς. Πάνω εκεί έβγαλε ο καπετάνιος του πλοίου Φραντσίσκο ντε Ολάντια έναν εκφοβιστικό λόγο στους Ιάπωνες, αναφέροντας ότι ο πολύ ισχυρός βασιλιάς της Ισπανίας, στέλνει μεν αρχικά ιεραποστόλους, αλλά πίσω τους ακολουθούν πάντα στρατιωτικοί, οι οποίοι και θα τιμωρήσουν οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια των Ιαπώνων προς το πλήρωμα του πλοίου. Και για να τεκμηριώσει τις απειλές του, ανέφερε ο ντε Ολάντια τα παραδείγματα της κεντρικής και νότιας Αμερικής, των Φιλιππίνων κ.ά. Ο πλοίαρχος, του οποίου η μοίρα έμεινε έκτοτε στο σκοτάδι, επιβεβαίωνε αυτά που κυκλοφορούσαν από ετών στην ιαπωνική κοινωνία για τους απώτερους στόχους των ιεραποστόλων. Η αντίδραση της ιαπωνικής εξουσίας ήταν λοιπόν ακαριαία! Είκοσι έξι πρωτεργάτες των χριστιανικών ιεραποστολών συνελήφθησαν, καταδικάσθηκαν σε θάνατο και σταυρώθηκαν δημόσια στο Ναγκασάκι, ενώ διατάχθηκε επίσης η άμεση απέλαση όλων των προσηλυτιστών και το γκρέμισμα των εκκλησιών που είχαν δημιουργήσει. Απαγορεύθηκε δε στους κρατικούς αξιωματούχους να ασπάζονται την «ξένη θρησκεία». Ο Χιντεγιόσι πέθανε το έτος 1598 και για τη διαδοχή του ακολούθησε μία μικρή περίοδος αναρχίας, στη διάρκεια της οποίας η αντίσταση στον εκχριστιανισμό σταματά εντελώς και οι ιεραπόστολοι βρίσκουν ευκαιρία να αναπτύξουν ξανά τις δραστηριότητές τους.
Εκείνη ακριβώς την εποχή θανατώνει η «Ιερά Εξέταση» στην Ινδία περισσότερα από 5.000 άτομα, ενώ στην Άπω Ανατολή καίγονται αμέτρητα τεμένη και δολοφονούνται συστηματικά οι ιερείς των εθνικών θρησκειών. Στον αγώνα για κατάκτηση της εξουσίας της Ιαπωνίας επικράτησε ως Σογκούν με πρωτεύουσά του το Έντο ή Γιέντο, ο Τοκουγιάβα Ιγεγιάσου, του οποίου το γένος (Τοκουγιάβα), θα κυβερνήσει την «Αυτοκρατορία του Ηλίου» περί τα 260 χρόνια, έως το έτος 1867. Ο νέος ηγεμόνας καθοδηγήθηκε στην πολιτική του από τον παραδοσιακό ηθικό κώδικα τιμής και συμπεριφοράς του Μπουσίντο («Ο Τρόπος του Πολεμιστή») και των πολεμιστών Σαμουράι. Στα πρώτα έτη της εξουσίας του κήρυξε ο Ιγεγιάσου τον αυτοκράτορα (μικάδο) «απόγονο των Θεών», αθέατο έκτοτε στα ανάκτορά του στο Κιότο και έδειξε ανοχή προς τους Ιησουΐτες που άρχισαν να εισέρχονται πάλι στη χώρα, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στον Χριστιανισμό σε μερικά χρόνια δεκάδες χιλιάδες Ιάπωνες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1600 κτίσθηκαν εκατοντάδες χριστιανικές εκκλησίες, πολύ συχνά με οικονομική βοήθεια από τον ίδιο τον Σογκούν, ακόμη και στην πρωτεύουσα Έντο, το μετέπειτα ονομαζόμενο Τόκιο, και οικοδομήθηκαν δεκάδες κτήρια για ιεραποστολές, όχι μόνον από τους Ιησουΐτες αλλά και από αυγουστινιανούς, φραγκισκανούς και δομινικανούς, στο δε Ναγκασάκι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν πλέον βαπτισμένοι χριστιανοί. Χριστιανικά βιβλία άρχισαν να εκδίδονται στην ιαπωνική γλώσσα, ενώ ιδρύθηκαν αρκετά χριστιανικά σχολεία με σκοπό να δημιουργήσουν αντίβαρο στη βουδιστική παιδεία, καθώς και ειδικά κέντρα εκπαιδεύσεως Ιαπώνων προσηλυτιστών στην Μανίλα των Φιλιππίνων. Εντός μόνον δύο ετών, από το 1603 έως το 1605, υπερτετραπλασιάστηκαν οι χριστιανοί της Ιαπωνίας. Το 1612, έχοντας ήδη επαρκή αριθμό πιστών για ένα τέτοιο εγχείρημα, προσπάθησαν οι χριστιανοί να ανατρέψουν τον Ιγεγιάσου και να κάνουν ανοικτές επιθέσεις κατά των εθνικών παραδόσεων της χώρας.
Ο Ιγεγιάσου, αντιλαμβανόμενος πλέον το σφάλμα της ανοχής του απέναντι στους ιεραποστόλους που απέβλεπαν ουσιαστικά στην καταστροφή του ιαπωνικού πολιτισμού, αρχίζει απηνή διωγμό εναντίον τους. Οι προσηλυτιστές συνελήφθησαν και, όσοι δεν εκτελέστηκαν, απελάθηκαν, απαγορεύθηκε το εμπόριο με χριστιανικές χώρες, ισοπεδώθηκαν όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και η ιδιότητα του χριστιανού εξισώθηκε πλέον με προδοσία κατά της χώρας. Όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, οι βαπτισμένοι Ιάπωνες, είτε αποστατούσαν και επανέρχονταν στην παραδοσιακή θρησκεία, είτε εγκατέλειπαν τη χώρα αναζητώντας καταφύγιο κυρίως στις Φιλιππίνες. Μέσα σε δύο μόνον έτη οι εναπομείναντες βαπτισμένοι Ιάπωνες αποστάτησαν για να γλιτώσουν τη θανατική καταδίκη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν προσχωρήσει στη νέα θρησκεία κατ’ απαίτηση κάποιων χριστιανών αρχόντων τους. Μετά από την Ιαπωνία, αντίστοιχα γεγονότα εξελίχθηκαν και στην Κίνα. Εγκατεστημένος στο Πεκίνο, ο διάδοχος του Ρίτσι Γερμανός προσηλυτιστής Γιόχαν Άνταμ Σαλ φον Μπελ (1592-1666), χρηματοδοτημένος δεόντως από τον Δούκα της Βαυαρίας, συνεργάσθηκε με αντικαθεστωτικά στοιχεία στην Κίνα αλλά και χριστιανούς του Μακάο για την ανατροπή της δυναστείας των Μινγκ. Οι ηγεμόνες του μεγάλου έθνους δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την εθνική τους παράδοση και θρησκεία. Με νόμο του έτους αυτού, απαγορεύθηκε εφεξής σε Κινέζους να βαπτίζονται χριστιανοί και απελάθηκαν στο Μακάο όλοι οι προσηλυτιστές.
Στις ασιατικές υποχωρήσεις απάντησαν οι ιεραπόστολοι με ένταση της προσηλυτιστικής δράσης τους. Το έτος 1622 ίδρυσε ο Πάπας τη λεγόμενη «Sacra Congregatio de Propaganda Fide» (Ιερά Σύναξη για τη Διάδοση της Πίστης ή απλά «Προπαγάνδα»). Πρόκειται για έναν άρτιο μηχανισμό εκπαιδεύσεως στελεχών του προσηλυτισμού. Στην Κίνα ωστόσο, νέος νόμος κατά του Χριστιανισμού επέβαλε την απέλαση όλων των ξένων προσηλυτιστών που είχαν εισέλθει ξανά και εγκατασταθεί στη χώρα, μετά τα χαλαρά μέτρα εναντίον τους του έτους 1616. Οι εκχριστιανισμένοι Κινέζοι είχαν φθάσει σε 7 επαρχίες της Κίνας τους 13.000, ενώ στην Ιαπωνία, καίγονται στην πυρά οι προσηλυτιστές Σνίγκα και Φλόρες, που επεχείρησαν να εισέλθουν στη χώρα μεταμφιεσμένοι ως έμποροι. Αποκεφαλίσθηκαν επίσης τα 12 μέλη πληρώματος του πλοίου που τους μετέφερε, ενώ ο Σογκούν Χιντετάντα διέταξε ως αντίποινα την εκτέλεση 50 περίπου φυλακισμένων χριστιανών στο Ναγκασάκι και την Σουζούτα. Το επόμενο έτος, ο Σογκούν Ιγιεμίτσου, διάδοχος του Χιντετάντα, εξάρθρωσε πολλούς παράνομους μηχανισμούς των χριστιανών και οι Ιησουΐτες προσηλυτιστές Αντζέλις και Μόντο Χάρα, θανατώθηκαν μαζί με περίπου είκοσι οπαδούς τους. Δέκα έτη αργότερα, το 1633, ο Ιγιεμίτσου εξέδωσε νόμο με τον οποίο απαγορεύτηκαν τα ταξίδια των Ιαπώνων στο εξωτερικό, όπως και η ανάγνωση ξένων βιβλίων, για να αποφευχθεί η «μόλυνση» του ιαπωνικού έθνους από τα «καταστροφικά χριστιανικά ήθη».
Ο πόλεμος κατά των ξένων ιεραποστόλων είχε πάρει πλέον άγριες μορφές, δεδομένου ότι πίσω από τους «αγνούς» προσηλυτιστές καραδοκούσαν στρατιωτικοί επιδρομείς και έμποροι υφασμάτων, μπαχαρικών και ναρκωτικών ουσιών, αλλά και δουλέμποροι. Το έτος 1637, με αφορμή τη βαριά φορολογία του τοπικού κυβερνήτη της πόλης Αρίμα, η οποία από το 1583 αποτελούσε κέντρο της χριστιανικής δράσης, κατόρθωσαν οι μυστικές οργανώσεις των χριστιανών, αξιοποιώντας τώρα τη λαϊκή δυσφορία, να εξεγείρουν τον πληθυσμό της περιοχής. Μεγάλος αριθμός από επαναβαπτισμένους χριστιανούς που είχαν «αποστατήσει» και τους οποίους οι προσηλυτιστές είχαν «συγχωρήσει» για το «θανάσιμο αμάρτημα» της αποστασίας, πήραν μέρος σε επανάσταση με ωμότητες και μεγάλες καταστροφές σε κτίρια και μνημεία. Αυτή η εξέγερση που εξελίχθηκε υπό το λάβαρο με χριστιανικά σύμβολα (Άγιο Δισκοπότηρο) έμεινε στην ιστορία της Ιαπωνίας ως «Επανάσταση Σιμαμπάρα». Για την καταστολή της απαιτήθηκε περίπου ένα έτος και οι τελευταίοι απελπισμένοι οπαδοί της κλείστηκαν στον, εκείνη την εποχή, εγκαταλελειμμένο πύργο Σιμαμπάρα, όπου εξοντώθηκαν όλοι μετά από πολιορκία περίπου ενός μηνός. Οι διαπραχθείσες από τους επαναστάτες ωμότητες, προκάλεσαν νέους σκληρούς διωγμούς σ’ όλη την Ιαπωνία κατά των χριστιανών ή των «εχθρών του ανθρώπινου πολιτισμού», όπως τους αποκαλούσαν οι Ιάπωνες, ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκαν ειδικά αστυνομικά σώματα για τον εντοπισμό και την εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών των προσηλυτιστών.
Στα περίπου 250 χρόνια της αυτοαπομόνωσης από κάθε ξένη επιρροή αναπτύχθηκε η Ιαπωνία ειρηνικά, παρά τις σκληρές φεουδαρχικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα. Παράλληλα αναπτύχθηκαν τέχνες και γράμματα και, γενικότερα, ένας εντυπωσιακός πολιτισμός. Με αυτή την ευκαιρία είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι ο όρος «απομόνωση» προέρχεται από το Γερμανό γιατρό Ένγκελμπερτ Κέμπφερ (1651-1716), ο οποίος έζησε στο Ναγκασάκι για κάποιο χρονικό διάστημα και περιέγραψε σε βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία και περιγραφή της Ιαπωνίας» που εκδόθηκε μετά θάνατον στα χρόνια 1777-1779, πόσο ειρηνικά και πολιτισμένα ζούσε ο ιαπωνικός λαός χωρίς καμιά επαφή και εξάρτηση από την ευρωπαϊκή Δύση. Ο Καίμπφερ είχε υπόψη του την κατεστραμμένη Ευρώπη του τριακονταετούς πολέμου και η σύγκριση είχε προφανή κατάληξη. Αυτόν ακριβώς τον όρο της απομόνωσης μετέφεραν το έτος 1801 οι Ιάπωνες ως «Σακόκου» στην ιστορία τους.
Το 1639, ο Χριστιανισμός έχει πλέον ξεριζωθεί εντελώς στην Ιαπωνία. Από τον Σογκούν Ιγιεμίτσου διατάχθηκε, στα πλαίσια του «Σακόκου», η άμεση καταστροφή όλων των ξένων πλοίων που εισέρχονταν στα χωρικά ύδατα και η εξόντωση όλων ανεξαιρέτως των επιβατών που θεωρούντο φορείς της ξένης θρησκείας. Τα λίγα ολλανδικά πλοία που γίνονταν δεκτά για εμπορικές συναλλαγές, επειδή εκτιμάτο ότι οι Ολλανδοί ήσαν μάλλον αδιάφοροι για προσηλυτισμούς, οδηγούνταν σε ένα μόνο λιμάνι, το Ναγκασάκι, και τα πληρώματά τους παρακολουθούνταν στενά. Οτιδήποτε από τα προσωπικά είδη των ναυτικών θύμιζε Χριστιανισμό, κλειδωνόταν σε κιβώτια και επιστρεφόταν πάλι μόνο κατά την αναχώρηση του πλοίου. Το πρώτο πορτογαλικό πλοίο που προσπάθησε το 1640 να εισδύσει στην Ιαπωνία χωρίς άδεια, μετά την απαγόρευση, αιχμαλωτίσθηκε και πυρπολήθηκε, ενώ εξοντώθηκαν πλήρωμα και επιβάτες. Η τελευταία γνωστή «αποστολή αυτοκτονίας» χριστιανών ιεραποστόλων σημειώνεται ιστορικά το έτος 1642, όταν Ιησουΐτες προσηλυτιστές από την πορτογαλική αποικία του Μακάο που εισήλθαν κρυφά στη χώρα, συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια θανατώθηκαν δημόσια για παραδειγματισμό, μετά από φρικτά βασανιστήρια. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει στον πίνακα των καθολικών «μαρτύρων» και «αγίων» αρκετά ονόματα από αυτούς τους προσηλυτιστές, αλλά και γιαπωνέζικα ονόματα χριστιανών που εκτελέστηκαν από την εξουσία στα πλαίσια της απόκρουσης της ξένης θρησκείας. Το «Σακόκου» άντεξε σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα και το πρώτο μισό του 19ου. Δύο νεότερες απόπειρες χριστιανών ιεραποστόλων να διεισδύσουν στο Ναγκασάκι, η πρώτη το έτος 1797 και η δεύτερη το έτος 1799, απέτυχαν οικτρά, ενώ το 1837 βομβαρδίστηκε το αμερικανικό πλοίο «Μόρισον» που επιχείρησε να αποβιβάσει εμπόρους και χριστιανούς προσηλυτιστές χωρίς την απαραίτητη άδεια. Στις 2 Ιουλίου του 1853 ωστόσο, ο Αμερικανός ναύαρχος Μάθιου Πέρι (1794-1858) με 4 μεγάλα πολεμικά πλοία («μαύρα πλοία» κατά του Ιάπωνες) και 61 κανόνια, θα φθάσει κατευθείαν στην Ουράγκα της Ιαπωνίας, κοντά στην πρωτεύουσα Έντο, και θα επιδώσει στον 13ο Σογκούν Ιεσάντα, μια λίστα με απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, να ανοίξει η χώρα δύο λιμάνια της και να παρέχει σωστική βοήθεια σε αμερικανικά ναυάγια. Μετά από διαπραγματεύσεις, οι Ιάπωνες αποδέχθηκαν αυτούς τους δύο όρους που έθεσε ο Πέρι. Λίγο αργότερα, το έτος 1858, πιέζοντας οι χριστιανοί τους επιτρόπους του ανήλικου, μόλις 12χρονου, Σογκούν Ιεμόχι, πέτυχαν την κατάργηση του προσβλητικού για τους Ευρωπαίους, ετήσιου «φουμιέ» του Ναγκασάκι και τη χαλάρωση των απαγορευτικών μέτρων για τη δράση μελών των ιεραποστολών.
Ένας εκ των Ιησουϊτών, με το χριστιανικό όνoμα Κριστοφάο Φερέιρα (1580-1650), όχι απλώς αποστάτησε, αλλά επιπροσθέτως άρχισε να πρωτοστατεί στο διωγμό των πρώην ομοθρήσκων του και συνέγραψε έκτοτε ολόκληρη σειρά βιβλίων, στα οποία κατέρριπτε τις χριστιανικές μυθοπλασίες και αποκάλυπτε τους πραγματικούς σκοπούς των επιδρομέων που ήταν, με πρόσχημα τη θρησκεία, η «καταστροφή του ιαπωνικού έθνους, η υποδούλωση των ανθρώπων του και η δημιουργία αποικιών στην Ιαπωνία», όπως είχε συμβεί και σε άλλες χώρες εξ άλλου. Πέρα από αυτά, ο Φερέιρα κατέδειξε με θεολογική επιχειρηματολογία το ασυμβίβαστο της θρησκείας από τη μεσανατολική έρημο με τις παραδοσιακές θρησκείες της ανατολικής Ασίας. Από το έτος αυτό άρχισε το λεγόμενο «Σακόκου», η απομόνωση δηλαδή της Ιαπωνίας από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς απαγορεύθηκε επί ποινή θανάτου πλέον στους Ιάπωνες να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες και παράλληλα διακόπηκε κάθε εμπορική συναλλαγή όχι μόνον με τους Ευρωπαίους αλλά και την εκχριστιανισμένη ισπανική αποικία των Φιλιππίνων που θεωρείτο πηγή πολιτισμικής μολύνσεως. Ο Σογκούν Ιγιεμίτσου παρίστατο αυτοπροσώπως σε όλες τις δίκες των ανατρεπτικών, ενώ όλοι οι ύποπτοι υποχρεώνονταν να τσαλαπατήσουν εικόνες, σταυρούς και ομοιώματα του Εσταυρωμένου, το λεγόμενο «φουμιέ», για να αποδειχτεί η αθωότητά τους. Είναι γνωστό δε ότι ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του Ναγκασάκι, της πόλης που είχε φιλοξενήσει το αρχηγείο των προσηλυτιστών, έπρεπε μια φορά κάθε χρόνο να αποδεικνύουν με το «φουμιέ», ότι δεν έχουν μολυνθεί από την «καταστροφική ξένη θρησκεία». Ακολούθησαν διάφορες εξεγέρσεις των Σαμουράι ενάντια στην «έκκληση ηθών» της ιαπωνικής κοινωνίας και στον αυξανόμενο εξευρωπαϊσμό της. Στα μάτια αυτών των συντηρητικών εκπροσώπων της ιαπωνικής παράδοσης είχαν τοποθετηθεί όλες οι ιδέες από τη Δύση στο ίδιο «καλάθι», ο χριστιανικός μυστικισμός και ο ορθολογικός Διαφωτισμός, η εξουσιομανία και φιλαργυρία των κληρικών και η φιλελεύθερη κοινωνία. Η συγκροτημένη παιδεία του γιαπωνέζικου λαού εξασφάλισε όμως σταδιακά στην κοινωνία μια ισορροπία, κατά καιρούς με διάφορες αποκλίσεις, μεταξύ των ίδιων παραδόσεων της χώρας και των τεχνολογικών αλλαγών. Κατά τη δημιουργική πορεία τους στηρίζονται οι Ιάπωνες, αφενός στον παμπάλαιο, συγκροτημένο πολιτισμό τους και αφετέρου στα υψηλά διανοητικά προσόντα τους, χωρίς να δείχνουν ανάγκη οποιουδήποτε δανείου φιλοσοφίας και θεολογίας από την καθ’ ημάς Μέση Ανατολή.

Πηγή:pare-dose

Η εικόνα ίσως περιέχει: 3 άτομα, άτομα στέκονται, πλήθος και υπαίθριες δραστηριότητες