logo

fb youtube rss

Σύνδεση

Ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (περ. 257 - περ. 180 π.Χ.) υπήρξε σημαντικός Έλληνας φιλόλογος και διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας.

Τα έργα του, τα οποία σώζονται μόνο αποσπασματικά, ασχολούνται με θέματα γραμματικής, ανάλυσης κειμένων και την φιλολογία. Μελέτησε τον τονισμό τον λέξεων και εφηύρε τους τόνους και τα σημεία στίξεως που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα στην ελληνική γλώσσα, δημιουργώντας την πολυτονική γραφή της Ελληνικής γλώσσας. Μαθητής του ήταν ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ ο οποίος τον διαδέχθηκε ως διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας.

 

Η πολυτονική γραφή της ελληνικής γλώσσας ή αλλιώς το πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιεί μια ποικιλία τονικών σημείων, σε αντίθεση με το μονοτονικό σύστημα. Η πολυτονική ορθογραφία χρονολογείται από την Ελληνιστική περίοδο (323–30 π.Χ.) και βρισκόταν σε επίσημη χρήση στα κράτη της Ελλάδας και Κύπρου και τους δημόσιους οργανισμούς τους έως και το 1982, οπότε καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα, το οποίο είναι απλούστερο από το πολυτονικό και διατηρεί μόνο δύο κύρια σημεία: την οξεία και τα διαλυτικά.

Η πολυτονική ορθογραφία είναι το πρότυπο σύστημα ορθογραφίας για την Αρχαία και Μεσαιωνική Ελληνική. Οι τόνοι της οξείας ( ´ ), της βαρείας ( ` ), και της περισπωμένης~ ) υποδηλώνουν διαφορετικούς τύπους τονισμού στην προφορά των λέξεων. Το πνεύμα της δασείας ( ῾ ) υποδηλώνει την παρουσία δασέως φθόγγου [/h/] πριν το γράμμα στο οποίο τοποθετείται, ενώ το πνεύμα της ψιλής ( ᾿ ) υποδηλώνει την απουσία δασύτητας.[1]

Ο μουσικός τόνος της Αρχαίας Ελληνικής έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα από δυναμικό τονισμό και ο δασύς φθόγγος [/h/] έχει εκλείψει. Έτσι, τα περισσότερα διακριτικά σημεία του πολυτονικού δεν έχουν φωνητική αξία και απλώς καταδεικνύουν την αρχαία ελληνική φωνολογία.

Η μονοτονική ορθογραφία είναι πλέον το επίσημο σύστημα για τη Νέα Ελληνική, σε χρήση από το κράτος, τους περισσότερους εκδοτικούς οίκους και ΜΜΕ, καθώς και τη δημόσια εκπαίδευση (με εξαίρεση το μάθημα των αρχαίων ελληνικών). Περιέχει τον τόνο ( ΄ ), που υποδηλώνει την τονιζόμενη συλλαβή και το σημείο των διαλυτικών ( ¨ ), για την παρουσία διφθόγγου (π.χ.: παϊδάκια, όπου τα α και ι συναποτελούν δίφθογγο /ai/, ενώ: παιδάκια, όπου το αι /e/ είναι απλό δίψηφο φωνήεν. Ο τόνος και τα διαλυτικά μπορούν επίσης να συνδυαστούν ( ΅ ) στο ίδιο γράμμα, π.χ.: ταΐζω.[1]

Το αρχικό ελληνικό αλφάβητο δεν διέθετε σημεία στίξης και πεζά γράμματα, ούτε καν κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις. Οι πρώτες μορφές του ελληνικού αλφαβήτου εμφανίζονται τον 8ο αιώνα π.Χ. (η προγενέστερη Γραμμική Β´ ήταν διαφορετικού τύπου σύστημα γραφής της Ελληνικής γλώσσας). Έως το 403 π.Χ., οι διάφορες παραλλαγές του ελληνικού αλφαβήτου ήταν σε χρήση στις διάφορες πόλεις-κράτη, βασίλεια, και ελληνικές αποικίες. Το 403 π.Χ., οι Αθηναίοι αποφάσισαν να χρησιμοποιούν εφεξής το ιωνικό αλφάβητο. Με τη διάδοση της Ελληνιστικής Κοινής, η οποία αποτελεί μετεξέλιξη της αττικής διαλέκτου, η ιωνική μορφή του αλφαβήτου επισκίασε τις υπόλοιπες εκδοχές του. Παρόλα αυτά, το ιωνικό αλφάβητο εξακολουθούσε να γράφεται με κεφαλαία γράμματα.

Πνεύματα

Το δασύ και το ψιλό πνεύμα άρχισαν να χρησιμοποιούνται κατά την Κλασική περίοδο, για τη γραφική αναπαράσταση της παρουσίας ή απουσίας του δασέως φθόγγου [/h/] της αττικής διαλέκτου, της οποίας η προηγούμενη μορφή αλφαβήτου χρησιμοποιούσε το γράμμα ήτα (Η) για να αναπαριστά τον μακρό φθόγγο /ē/. Ο δασύς φθόγγος δηλωνόταν επίσης με το Η, στα κείµενα της αττικής διαλέκτου, μέχρι την επισηµοποίηση του ευκλείδειου αλφαβήτου (403 π.Χ.). Τότε το Η χρησιµοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά τον μακρό φθόγγο /ē/, αφού για ένα διάστηµα δήλωνε συγχρόνως τη δασύτητα (/h/), το /ē/, ακόµη και τον βραχύ φθόγγο /ĕ/· π.χ.: ΗΡΑΚΛΗΣ (/hēraklēs/, Ἡρακλῆς), αλλά και: ΗΕΡΜΕΣ (/hermēs/, Ἑρμῆς), γεγονός που γεννούσε δυσχέρειες στην ανάγνωση. Η σύγχυση υπερκεράστηκε στις διαλέκτους της Κάτω Ιταλίας, με τη χρήση του ├ για τη δήλωση του δασέος πνεύµατος (├ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, ├ΗΜΕΡΑ, ├ΩΡΑΙ). Το σηµείο αυτό υιοθετήθηκε και από τους αρχαίους γραµµατικούς, που δήλωσαν με το ├ τον δασύ φθόγγο, όταν άρχισαν να δηλώνουν και τα σηµεία των τόνων. Οπωσδήποτε, γενίκευση της δηλώσεως του δασέος πνεύµατος και της έλλειψής του (του ψιλού με το ┤) έχουµε – όπως και για τους τόνους – μόλις τον 9ο αι. στο Βυζάντιο.[1] 

Τόνοι

Κατά την Ελληνιστική περίοδο, τον 3ο αιώνα π.Χ., ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος εισήγαγε και πρωτοχρησιμοποίησε τα πνεύματα και τους τόνους, ακανόνιστα αρχικά, για τη διάκριση κυρίως οµόγραφων τύπων που διαφοροποιούνταν μόνο τονικά ή με την παρουσία δασέος πνεύµατος (νόµος – νοµός, ποιῆσαι – ποιήσαι, ὅρος – ὄρος, ἣ – ἢ). Με την πάροδο τού χρόνου, όσο υποχωρούσε η διάκριση τής προσωδίας και των τόνων (με παράλληλη σίγηση τού δασέος πνεύµατος), τα τονικά σηµεία και τα πνεύµατα προσλάµβαναν λειτουργική και διαφοροποιητική σηµασία. H χρήση των τονικών σημείων άρχισε να διαδίδεται, έως ότου καθιερώθηκε πλήρως στις αρχές του Μεσαίωνα. Δεν ήταν παρά τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν τα πνεύματα και οι τόνοι έκαναν την εμφάνισή τους στα κείμενα των παπύρων. Η ανάγκη για τα συγκεκριμένα τονικά σημεία δημιουργήθηκε από τη βαθμιαία απόκλιση μεταξύ προφοράς και γραφής.[1]

Κεφαλαιογράμματη γραφή

Η γραφή με κεφαλαία γράμματα χρησιμοποιείτο ως τον 8ο αιώνα μ.Χ., όταν και επικράτησε η χρήση των πεζών γραμμάτων.

Βαρεία

Το πρώτο ελληνικό βιβλίο: η Ἐπιτομὴ του Κωνσταντίνου Λάσκαρι με χαρακτήρες του Δημητρίου Δαμιλά, Μιλάνο, 1476

Έως την Βυζαντινή περίοδο, είχε πλήρως καθιερωθεί ο σύγχρονος κανόνας που δηλώνει πως η οξεία μετατρέπεται στην τελευταία συλλαβή σε βαρεία (εκτός αν έπεται σημείο στίξης ή εγκλιτική λέξη). Ορισμένοι συγγραφείς έχουν υποστηρίξει πως αρχικά η βαρεία δημιουργήθηκε για να υποδηλώσει την απουσία τόνου και πως ο σύγχρονος κανόνας είναι, κατά την άποψή τους, μια καθ' όλα ορθογραφική σύμβαση. Αρχικά, διάφορες προκλιτικές λέξεις έχαναν τον τόνο τους πριν από άλλη λέξη και λάμβαναν τη βαρεία, αργότερα δε αυτό γενικεύτηκε σε όλες τις λέξεις με την ίδια ορθογραφία. Άλλοι πάλι θεωρούν πως η βαρεία ήταν γλωσσολογικά γνήσια ηχητική αναπαράσταση και δήλωνε τροποποίηση του οξέος τονισμού στο τέλος της λέξης.[2][3][4]

Δυναμικός τόνος

Κατά την ύστερη εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, χάθηκε ο αρχαίος μουσικός τονισμός και αντικαταστάθηκε από τον δυναμικό, καθιστώντας έτσι τα τρία τονικά σημεία ίδια και ουσιαστικά άχρηστα, όσον αφορά στην προφορά του λόγου, διότι πλέον η Ελληνική δεν έκανε διάκριση μεταξύ ψηλού, χαμηλού ή αυξομειούμενου τόνου, ενώ παράλληλα εξέλιπε και ο δασύς φθόγγος [/h/].[1]

Απλοποίηση

Στις αρχές του 20ού αιώνα (και επίσημα κατά τη δεκαετία του 1960), η βαρεία αντικαταστάθηκε από την οξεία, ενώ καταργήθηκαν και τα πνεύματα στα ρ και η υπογεγραμμένη, εκτός από τα έντυπα κείμενα.[5] Οι Έλληνες τυποθέτες της εποχής δεν είχαν τρόπο να εκτυπώσουν τη βαρεία και την υπογεγραμμένη, κατά συνέπεια η χρήση τους εγκαταλείφθηκε, όπως και η διδασκαλία τους στα δημόσια σχολεία.

Αντικατάσταση από το μονοτονικό σύστημα

Η επίσημη χρήση του μονοτονικού συστήματος καθιερώθηκε επίσημα στην Ελλάδα, δια νόμου το 1982[6]. Οι τόνοι και τα πνεύματα καταργήθηκαν και ως μόνο σημείο τονισμού χρησιμοποιείται ο τόνος, που συμβολίζεται με την παλιά οξεία ( ΄ ) ή ένα κατακόρυφο σημαδάκι ( ' ). Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται πλην ορισμένων εξαιρέσεων και τα διαλυτικά παραμένουν ως διακριτικό σημείο γραφής. Η μεταβολή αυτή σημειώθηκε την ίδια εποχή και στην Κύπρο, μιας και η προμήθεια των σχολικών εγχειρίδίων γινόταν από την Ελλάδα. [εκκρεμεί παραπομπή] Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης του πολυτονικού συστήματος ήταν πως το μονοτονικό κάνει ευκολότερη τη διδασκαλία της γραφής στους μαθητές, οικονομικότερη την εκτύπωση κειμένων από εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία, καθώς και πως οι τόνοι και τα πνεύματα δεν έχουν πλέον ουσιαστική αξία στη νέα ελληνική γλώσσα.

Η απλοποίηση αυτή δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις, με τα επιχειρήματα ότι η πολυτονική ορθογραφία εξακολουθεί να έχει αξία, προσφέροντας την ικανότητα ανάλυσης και σύνθεσης των λέξεων, καθώς και ένα πολιτιστικό σύνδεσμο με το παρελθόν, ανάμεσα σε άλλα πρακτικά και αισθητικά οφέλη.[7][8][9]

Σύγχρονη χρήση

Η χρήση του πολυτονικού συστήματος δεν συνδέεται απαραίτητα με τη χρήση παλαιότερων μορφών της γλώσσας, όπως η καθαρεύουσα και τα αρχαία και συχνά συναντάται σε κείμενα γραμμένα στη νέα ελληνική γλώσσα, ακόμη και στη δημοτική. Διάφοροι ιδιώτες, σύλλογοι, ιδρύματα και εκδότες συνεχίζουν τη χρήση του, με ή χωρίς τη βαρεία. Αν και επίσημη επανυιοθέτηση του πολυτονικού συστήματος από το κράτος δεν φαίνεται πιθανή, δεν απαγορεύεται η χρήση του στον δημόσιο τομέα.[10]

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος και οι εκκλησίες και πατριαρχεία ανά τον κόσμο που χρησιμοποιούν ως λειτουργική γλώσσα την Ελληνιστική Κοινή γλώσσα των Ευαγγελίων εξακολουθούν να κάνουν χρήση της πολυτονικής ορθογραφίας, όπως και η καθημερινή εφημερίδα της Αθήνας Εστία, η οποία κάνει χρήση της καθαρεύουσας. Παρόλο που το πολυτονικό σύστημα δεν υπήρχε στην αττική διάλεκτο της Κλασικής περιόδου, υπάρχει η άποψη πως τα σύγχρονα ελληνικά, ως συνέχεια των μεσαιωνικών ελληνικών, θα πρέπει να συνεχίσουν τις ορθογραφικές συμβάσεις τους.

Μερικά εγχειρίδια μάθησης αρχαίων ελληνικών εξακολουθούν να κάνουν χρήση των πνευμάτων, ενώ κάποια άλλα τα παραλείπουν και διατηρούν μόνο τους τόνους, ώστε να απλοποιήσουν τη μάθηση.[11]

Περιγραφή

Τα πολυτονικά ελληνικά χρησιμοποιούν πολλά διαφορετικά τονικά σημεία σε διάφορες κατηγορίες. Κατά την εποχή που χρησιμοποιούνταν τα αρχαία ελληνικά, καθένα από αυτά τα σημεία υποδήλωνε μια σημαντική διαφοροποίηση στην προφορά του λόγου.

Η μονοτονική ορθογραφία των σύγχρονων ελληνικών χρησιμοποιεί μόνο δύο σημεία, τον τόνο και τα διαλυτικά, τα οποία μερικές φορές συνδυάζονται. Το αρχικό [/h/] δεν προφέρεται πλέον, και έτσι τα πνεύματα της δασείας και της ψιλής δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Η διαφοροποίηση της προφοράς ανάλογα με το ποιος από τους τρεις τόνους χρησιμοποιείται έχει επίσης εξαφανιστεί, και το μόνο που απομένει είναι ένας δυναμικός τονισμός. Η υπογεγραμμένη ήταν ένα διακριτικό σημείο, το οποίο εφευρέθηκε για να υποδηλώσει ένα ετυμολογικό φωνήεν το οποίο δεν προφερόταν πλέον, έτσι, καταργήθηκε επίσης.

ΟξείαΟξεία,
Διαλυτικά
Διαλυτικά
Άά Έέ Ήή Ίί Όό Ύύ Ώώ ΐ ΰ Ϊϊ Ϋϋ

Η μεταγραφή των Ελληνικών ονομάτων ακολουθεί την μεταγραφή των Αρχαίων ελληνικών στα Λατινικά. Η σύγχρονη μεταγραφή είναι διαφορετική και δεν διακρίνει πολλά γράμματα και δίφθογγους οι οποίοι έχουν ενοποιηθεί υπό την επίδραση του ιωτακισμού.

Τόνοι

Greek acute.svg Greek gravis.svg
Οξεία Βαρεία
Greek circumflex tilde.svg Greek circumflex breve.svg
περισπωμένη (διαφορετικές μορφές)

Οι τόνοι τοποθετούνται σε ένα τονισμένο φωνήεν ή στο τελευταίο από τα δύο φωνήεντα ενός διφθόγγου (π.χ. ά στην πρώτη περίπτωση, αλλά αί στην δεύτερη) και στα αρχαία ελληνικά υποδήλωναν τρόπους έντασης του τονισμού. Η ακριβής φύση των τρόπων δεν είναι βέβαιη, αλλά η γενική τους χρήση είναι γνωστή.[1]

Η οξείαά — υποδήλωνε υψηλό μουσικό τόνο σε ένα βραχύ φωνήεν ή αυξανόμενο σε ένα μακρό φωνήεν.

Η βαρεία — υποδήλωνε κανονικό ή χαμηλό τόνο.

Η βαρεία αρχικά χρησιμοποιούνταν σε όλες τις άτονες συλλαβές,[12] αλλά πλέον αντικαθιστά μόνο την οξεία στο τέλος μια λέξης αν ακολουθεί μια άλλη τονισμένη λέξη χωρίς παύση.

Η περισπωμένη — υποδήλωνε αυξομειούμενο τόνο σε μια συλλαβή. Για να διαχωριστεί από την γωνιώδη Λατινική περισπωμένη, η Ελληνική απεικονίζεται με τη μορφή κυματοειδούς γραμμής ή ανεστραμμένης καμπύλης. Ήταν επίσης γνωστή ως οξύβαρυς, και στην αρχική της μορφή γραφόταν ως ^, από τον συνδυασμό της οξείας και της βαρείας. Εμφανιζόταν μόνο στα μακρά φωνήεντα ή τις διφθόγγους.

Πνεύματα

Greek asper.svg Greek lenis.svg
Δασεία Ψιλή
Greek asper acute.svg Greek lenis circumflex breve.svg
Συνδυασμός με τόνους

Τα πνεύματα γραφόταν πάνω από φωνήεντα ή το ρ.[1]

Η δασεία, , υποδηλώνει την παρουσία ενός [/h/] πριν το φωνήεν. Πριν από σύμφωνα δεν αναγράφεται δασεία με εξαίρεση το ρω στα αρχαία ελληνικά. Για τα δασέα σύμφωνα χρησιμοποιούνταν ξεχωριστά γράμματα (Θ = [tʰ], Φ = [pʰ], Χ = [kʰ]) Το Ρω (Ρ ρ) στην αρχή μια λέξης ήταν πάντα δασύ. Στα λατινικά η μεταγραφή έχει γίνει ως rh.

Το Ύψιλον (Υ υ) στην αρχή μια λέξης προφέρεται επίσης με δασύ τρόπο, επομένως η μεταγραφή έχει γίνει ως hy και όχι ως y.

Η ψιλή — υποδήλωνε την απουσία του [/h/].

Η παρουσία ενός διπλού Ρω στη μέση μιας λέξης αρχικά γραφόταν με ψιλή στο πρώτο ρω και δασεία στο δεύτερο (π.χ. διάῤῥοια). Στα λατινικά, η γραφή αυτή μεταγράφηκε ως rrh (diarrhoea ή diarrhea).

Κορωνίδα

Κορωνίδα, υποδηλώνει κράση στη λέξη κἀγώ = καὶ ἐγώ

Η κορωνίδα αναγράφεται πάνω από φωνήεν που προέκυψε ως αποτέλεσμα του φαινομένου της κράσης, συγχώνευσης του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της ακόλουθης. Αρχικά ήταν μια απόστροφος η οποία τοποθετούνταν μετά το φωνήεν, αλλά πλέον τοποθετείται πάνω από το φωνήεν και είναι παρόμοια με την ψιλή. Αντίθετα με την ψιλή, η κορωνίδα εμφανίζεται συχνά στα ενδότερα γράμματα της λέξης: τὰ ἄλλα – τἆλλα, μέντοι ἄν – μεντἄν, ἐγὼ οἷμαι – ἐγᾦμαι, τὰ αὐτά – ταὐτά, καλὸς καί ἀγαθός – καλὸς κἀγαθός. Όταν όμως η πρώτη από τις λέξεις που συγχωνεύονται είναι τύπος που αποτελείται μόνο από ένα φωνήεν ή μία δίφθογγο με δασεία, τότε στη θέση της κορωνίδας σημειώνεται η δασεία: ὁ ἀνήρ – ἁνήρ, ὁ ἄνθρωπος – ἅνθρωπος, ἅ ἄν – ἅν, οὗ ἕνεκα – οὕνεκα.[1]

Υπογεγραμμένη

Greek iota placement 03.svg Greek iota placement 01.svg Greek iota placement 02.svg
Greek iota placement 04.svg Greek iota placement 05.svg Greek iota placement 06.svg
Διαφορετικοί τρόποι γραφής της υπογεγραμμένης και προσγεγραμμένης

Η υπογεγραμμένη (ιώτα) — — τοποθετείται κάτω από τα μακρά φωνήεντα η, α και ω για να υποδηλώσει τους αρχαίους διφθόγγους ηι, αι και ωι, όπου το ιώτα δεν προφέρεται, π.χ. τῷ ἀνθρώπῳ, τῇ πολιτείᾳ, τῇ γλώσσῃ.[1]

Προσγεγραμμένη

Η προσγεγραμμένη (ιώτα) που γράφεται δίπλα από ένα κεφαλάιο γράμμα: (Αι), π.χ. ΕΝ ΤΩι ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩι.[1]

Διαλυτικά

Το σύμβολο των διαλυτικών χρησιμοποιείται στο συγκεκριμένο παράδειγμα για τον διαχωρισμό των λέξεων ἄυλος και αὐλός.

Στα αρχαία ελληνικά, τα διαλυτικά εμφανίζονται στα γράμματα ι και υ για να υποδείξουν πως το ζευγάρι των φωνηέντων προφέρεται ξεχωριστά, αντί ως δίφθογγος.

Στα σύγχρονα ελληνικά, όπου πολλές δίφθογγοι έχουν μονοφθογγιστεί, τα διαλυτικά χρησιμοποιούνται σε φωνήεντα τα οποία προφέρονται ως δίφθογγοι παρά μαζί ως δίψηφο φωνήεν π.χ στη λέξη αϊτός.[1]

Τα διαλυτικά μπορούν να συνδυαστούν με την οξεία, βαρεία, και περισπωμένη, αλλά ποτέ με τα πνεύματα, μια και τα γράμματα που έχουν διαλυτικά δεν εμφανίζονται ποτέ στην αρχή της λέξης.[13]

Προτεραιότητα γραφής τονικών σημείων

Τα τονικά σημεία αναγράφονται πάνω από τα πεζά γράμματα, και στο άνω αριστερό μέρος των κεφαλαίων γραμμάτων. Σε περίπτωση δίψηφων φωνηέντων τα τονικά σημεία σημειώνονται στο δεύτερο γράμμα. Στις διφθόγγους τα τονικά σημεία μπαίνουν πάνω από το γράμμα που παριστάνει το τονιζόμενο μέρος τους, π.χ νεράιδα, βοήθα, πιάνω.

Τα πνεύματα γράφονται στα αριστερά της οξείας ή βαρείας αλλά κάτω από την περισπωμένη.

Οι τόνοι γράφονται πάνω από τα διαλυτικά ή ανάμεσά τους στην περίπτωση της οξείας ή της βαρείας.

Όταν μια λέξη γράφεται με κεφαλαία, τα τονικά σημεία δε χρησιμοποιούνται ποτέ, αν και εμφανίζονται πάνω από κεφαλαία στα μεσαιωνικά κείμενα. Ο διαζευκτικός σύνδεσμος Ἢ (ή), αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα αυτό διότι χρειάζεται να γίνει διάκριση από το θηλυκό άρθρο Η. Τα διαλυτικά γράφονται πάντα σε όλες τις περιπτώσεις.[1]

ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%82